- ευδιοπτον
- εὐδίοπτοντό прозрачность
(τῆς θαλάττης Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τῆς θαλάττης Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εὐδίοπτον — εὐδίοπτος easy to see through masc/fem acc sg εὐδίοπτος easy to see through neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευδίοπτος — εὐδίοπτος, ον (Α) 1. αυτός διά μέσου τού οποίου μπορεί κάποιος να δει εύκολα, ο διαφανής 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐδίοπτον η διαφάνεια («τὸ εὐδίοπτον τῆς θαλάσσης», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δί οπτος «διαφανής»] … Dictionary of Greek